Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

παθαίνω βλάβη

  • 1 повреждение

    повреждение с 1) (травма) το τραύμα, η βλάβη· получить \повреждение παθαίνω βλάβη 2) (машины и т. п.) η βλάβη
    * * *
    с
    1) ( травма) το τραύμα,η βλάβη

    получи́ть поврежде́ние — παθαίνω βλάβη

    2) (машины и т. п.) η βλάβη

    Русско-греческий словарь > повреждение

  • 2 ущерб

    α.
    1. βλάβη, βλάψιμο• ζημιά• φθορά.• в ущерб здоровью σε βλάβη της υγείας•

    материальный ущерб υλική ζημιά•

    причинить ущерб προξενώ ζημιά•

    нанести ущерб επιφέρω βλάβη•

    понести ущерб υφίσταμαι (παθαίνω) βλάβη•

    -в себе για βλάβη του ίδιου (του εαυτού).

    2. παρακμή, πτώση•ελάττωση•

    силы его на -е οι δυνάμεις του παρακμάζουν.

    3. (ϊΐ-α το φεγγάρι) η χάση, το χάσιμο•

    ущерб луны το χάσιμο του φεγγαρ ιού•

    луна на -е το φεγγάρι είναι στη χάση.

    εκφρ.
    в -кому – προς βλάβη κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > ущерб

  • 3 авария

    ава́ри||я
    ж ἡ βλαβη, ἡ ἀβαρία, ἡ ζημιά:
    потерпеть \аварияю παθαίνω βλάβη; предотвратить \аварияю ἀποτρέπω βλάβη.

    Русско-новогреческий словарь > авария

  • 4 jam

    [‹æm] I noun
    (a thick sticky substance made of fruit etc preserved by being boiled with sugar: raspberry jam; ( also adjective) a jam sandwich.) μαρμελάδα
    II 1. past tense, past participle - jammed; verb
    1) (to crowd full: The gateway was jammed with angry people.) συνωστίζω, στριμώχνω
    2) (to squeeze, press or wedge tightly or firmly: He jammed his foot in the doorway.) μαγκώνω, σφηνώνω
    3) (to stick and (cause to) be unable to move: The door / steering-wheel has jammed.) κολλώ, παθαίνω βλάβη
    4) ((of a radio station) to cause interference with (another radio station's broadcast) by sending out signals on a similar wavelength.) παρεμβάλλω παράσιτα σε
    2. noun
    1) (a crowding together of vehicles, people etc so that movement is difficult or impossible: traffic-jams.) κυκλοφοριακή συμφόρηση, μποτιλιάρισμα
    2) (a difficult situation: I'm in a bit of a jam - I haven't got enough money to pay for this meal.) δύσκολη θέση, μπλέξιμο

    English-Greek dictionary > jam

  • 5 сдать

    ρ.σ.μ.
    1. παραδίνω•

    сдать вещи на хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη•

    сдать станок в отличном состоянии παραδίνω την εργατομηχανή σε άριστη κατάσταση•

    сдать дежурство παραδίνω την υπηρεσία. сдать позицию παραδίνωτη θέση•

    сдать оружие παραδίνω το όπλο•

    сдать город παραδίνω την πόλη.

    || δίνω•

    сдать кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση•

    сдать экзамены δίνω εξετάσεις•

    сдать землю в аренту νοικιάζω τη γη.

    2. επιστρέφω, γυρίζω•

    сдать книги в библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    сдать сдачу δίνω τα ρέστα.

    3. μοιράζω, διανέμω (παιγνιόχαρτα).
    4. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.)•.
    5. αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω• γεράζω. || (για μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη.
    1. παραδίνομαι•

    крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε•

    армия -лась ο στρατός παραδόθηκε•

    сдать в плен παραδίνομαι αιχμάλωτος.

    2. ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.),

    Большой русско-греческий словарь > сдать

  • 6 arızalanmak

    χαλάω, παθαίνω βλάβη, ζημιά

    Türkçe-Yunanca Sözlük > arızalanmak

См. также в других словарях:

  • κυλλώ — (I) κυλλῶ, άω (Α) τιμωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός. Η σημ. «τιμωρώ» θα πρέπει να προήλθε από τη στρέβλωση τών μελών τού σώματος που επιβαλλόταν ως τιμωρία]. (II) κυλλῶ, όω (AM) [κυλλός] καθιστώ κάποιον κουτσό, κουτσαίνω, στρεβλώνω μσν. μέσ. κυλλοῡμαι …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • ζημιώνω — και ζημιώ (AM ζημιῶ, όω, Μ και ζημιώνω) [ζημία] 1. προξενώ σε κάποιον ζημιά, απώλεια, βλάβη, βλάπτω, παραβλάπτω (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῑ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. παθαίνω ζημιά («ζήμιωσα από την επιχείρηση») 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»